- σίρωμα
- σίρωμα, ατος, τό,A sediment, Aët.1.135.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σίρωμα — ώματος, τὸ, Α υποστάθμη, ίζημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιρός «αποθήκη, βόθρος», μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *σιρῶ] … Dictionary of Greek